- ναλορφίνη
- η(φαρμ.) ημισυνθετική ουσία τής ομάδας τών μορφινικών, που, σε μικρές δόσεις, χρησιμοποιείται κατά τών δηλητηριάσεων από μορφίνη και από μορφινοειδείς ουσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξένου όρου, πρβλ. αγγλ. nal-or-phine < αγγλ. Νallylnormorphine < allyl- (< λατ. allium «σκόρδο») + nor- (< normal) + morphine «μορφίνη»].
Dictionary of Greek. 2013.